θήσσα

θήσσα
(I)
θῆσσα, ἡ (Α)
θηλ. τού θης*.
[ΕΤΥΜΟΛ. θηλ. τού θης*].
————————
(II)
θῆσσα, ἡ (Α)
ιερό άρμα με το οποίο μετέφεραν τα αγάλματα τών θεών για να τά τοποθετήσουν στον ρωμαϊκό ιππόδρομο («τὰς καλουμένας θήσσας», Πλούτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. τής λατ. λ. thensa «άρμα»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • θήσσα — θήσσᾱ , θῆσσα 1 serf fem nom/voc/acc dual θήσσᾱ , θῆσσα 2 serf fem nom/voc/acc dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θῆσσα — 1 serf fem nom/voc sg θῆσσα 2 serf fem nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θήσσας — θήσσᾱς , θῆσσα 1 serf fem acc pl θήσσᾱς , θῆσσα 1 serf fem gen sg (doric aeolic) θήσσᾱς , θῆσσα 2 serf fem acc pl θήσσᾱς , θῆσσα 2 serf fem gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θῆσσαι — θῆσσα 1 serf fem nom/voc pl θῆσσα 2 serf fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θῆσσαν — θῆσσα 1 serf fem acc sg θῆσσα 2 serf fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θῆττα — θῆσσα 1 serf fem nom/voc sg (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θης — θής, τός, ὁ και θηλ. θῆσσα, αττ. τ. θῆττα (Α) 1. εργάτης ή δουλοπάροικος που ήταν υποχρεωμένος να καλλιεργεί τους αγρούς τού κυρίου του και που διακρίνεται από τον δούλο 2. στον πληθ. οἱ θῆτες α) ακτήμονες, μισθωτοί εργάτες γης, που αποτελούσαν… …   Dictionary of Greek

  • θήττα — θῆττα, ἡ (Α) αττ. τ. τού θῆσσα* …   Dictionary of Greek

  • θήττα — θήττᾱ , θῆσσα 1 serf fem nom/voc/acc dual (attic) θήττᾱ , θῆττα serf fem nom/voc/acc dual θήττᾱ , θῆττα serf fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”